- ἔκφυλα
- ἔκφῡλα , ἔκφυλοςforeignneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… … Dictionary of Greek
έκφυλος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει ελαττωματική τη σωματική και ιδίως την ψυχική και πνευματική του ατομικότητα: Από τους αλκοολικούς μπορεί να γεννηθούν έκφυλα παιδιά. 2. που έχει ροπή στην αφύσικη ασέλγεια. 3. ο διεφθαρμένος, ο ακόλαστος, ο παραλυμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)